- στίφος
- -ους, το / στῑφος, ΝΑ, γεν. και στίφεος Α1. πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώων, αγέλη, μπουλούκι (α. «ἡλθαν τα στίφη τών βαρβάρων» β. «στίφος ακρίδων» γ. «νεανιῶν στῑφος», Αριστοφ.)αρχ.1. στρατιωτικό σώμα ανδρών σε πυκνή παράταξη, φάλαγγα2. τάξη 4.096 ελαφρώς οπλισμένων ανδρών3. μτφ. πληθώρα, πλησμονή («στίφη αμαρτημάτων», Φίλ.)4. φρ. «νεῶν στῑφος» — πυκνή παράταξη πλοίων (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθανότατα στην ΙΕ ρίζα *steib(h)- / *stib(h)- «συμπυκνώνω, συσσωρεύω, συμπιέζω» τού ρ. στείβω* και εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ-, πιθ. εκφραστικό όπως και το παράγωγο στίβη* «πρωινή δροσιά, πάχνη» τού ρ. στείβω. Η λ. εμφανίζει επίσης δασύ ηχηρό σύμφωνο -φ- (πρβλ. και λιθουαν. stiebas «ιστός, στύλος», αρχ. ινδ. stibhi- «δέσμη, δεμάτι»), σε αντίθεση με τους περισσότερους τ. της οικογένειας, που εμφανίζουν μέσο ηχηρό -β- (βλ. λ. στείβω)].
Dictionary of Greek. 2013.